- προκαταπλέω
- προκατα-πλέω,A sail down before, Plb.1.21.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταπλέω — Α καταπλέω σε λιμάνι εκ τών προτέρων («μετὰ νεῶν ἐπτακαίδεκα προκατέπλευσεν εἰς τὴν Μεσσήνην», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταπλέω «ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι»] … Dictionary of Greek
προκατέπλευσεν — προκαταπλέω sail down before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταπλεύσας — προκαταπλεύσᾱς , προκαταπλέω sail down before pres part act fem acc pl (epic doric ionic) προκαταπλεύσᾱς , προκαταπλέω sail down before pres part act fem gen sg (doric) προκαταπλεύσᾱς , προκαταπλέω sail down before aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek